Η κεραμική αποτελεί μια πανάρχαια τέχνη που αφορά στην κατασκευή σκευών, οικιακής κυρίως χρήσης, από ψημένο πηλό. Τα κεραμικά σκεύη ήταν εξαιρετικά διαδεδομένα τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη βυζαντινή εποχή και είχαν χαρακτηριστική μορφή και διακοσμήσεις ανάλογα με την εποχή που είχαν κατασκευαστεί.
Στη βυζαντινή εποχή αναπτύχθηκε ένα είδος κεραμικής, καλής ποιότητας, που χαρακτηρίζεται από τους ερευνητές ως «εφυαλωμένη». Με τον όρο αυτό εννοείται η κεραμική που είναι καλυμμένη με λεπτό στρώμα γυαλιού. Οι κεραμείς κάλυπταν τα αγγεία με υαλώδες αιώρημα και αφού τα έψηναν στο καμίνι, το υαλώδες αιώρημα γινόταν στερεό, σαν κρούστα, δίνοντας στα αγγεία μια χαρακτηριστική γυαλάδα, καθιστώντας τα παράλληλα και αδιάβροχα.
Η εφυαλωμένη κεραμική αναπτύχθηκε από τον 7ο αιώνα πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και μετά διαδόθηκε σε ολόκληρη τη βυζαντινή αυτοκρατορία κυρίως από τον 12ο αιώνα και εξής, στην εποχή των Κομνηνών.
Στο Άργος οι ανασκαφικές έρευνες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έχουν φέρει στο φως μεγάλη ποσότητα εφυαλωμένης κεραμικής, είτε εισηγμένης από άλλες περιοχές, όπως η Κόρινθος και η Χαλκίδα, είτε τοπικής από ντόπια κεραμοποιεία. Στο Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της κεραμικής.
Τα εφυαλωμένα αγγεία ήταν απλά ως προς το σχήμα τους. Κυρίως πρόκειται για κούπες (περίπου σαν τα σημερινά μπολ) και πινάκια (πιάτα), που χρησιμοποιούνταν για την κατανάλωση τροφής. Αγγεία πόσης ήταν τα κύπελλα (σαν τα σημερινά φλιτζάνια) και τα ποτήρια.
Κύπελλο, Κόρινθος, 11ος αι. (Βυζάντιο & Άραβες, επιστ. επιμ. Ν. Μπονόβας, Α. Τζιτζιμπάση, Θεσσαλονίκη 2011, 38 – Ν. Σιώμκος)
Πινάκιο και κούπα από το Άργος, 12ος – πρώιμος 13ος αι.
Άλλα χαρακτηριστικά σκεύη της βυζαντινής εποχής ήταν τα αυτοθερμαινόμενα σκεύη, γνωστά και ως «σαλτσάρια». Πρόκειται για σύνθετα, πυρίμαχα σκεύη, που χρησιμοποιούνταν περίπου σαν το σημερινό “fondue”. Στο πάνω τμήμα τους τοποθετείτο η τροφή, για αυτό και ήταν κατά κανόνα εφυαλωμένο, και στο κάτω τμήμα τους αναμμένα κάρβουνα (ή μικρό λυχνάρι ή κανδήλα), για να θερμαίνεται η τροφή του πάνω τμήματος και να διατηρείται ζεστή στο τραπέζι κατά τη διάρκεια του γεύματος. Τα σκεύη έκλειναν με πώμα για να διατηρείται ζεστή η τροφή που περιείχαν.
Αυτοθερμαινόμενο σκεύος με το πώμα του, Θήβα, 10ος αι. (Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 327-328 αρ. 361 – Χ. Κοιλάκου)
Αυτοθερμαινόμενα σκεύη, αποσπασματικά σωζόμενα, από το Άργος
Για το είδος της τροφής ή των τροφών που θερμαίνονταν στα συγκεκριμένα σκεύη δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι προορίζονταν για σάλτσες, και μάλιστα για την πιο διάσημη σάλτσα του βυζαντινού διαιτολογίου, τον γάρο.
Ο γάρος ή το γάρον, που αντλεί την καταγωγή του από την αρχαιότητα και είχε βαθιές ρίζες στην ανατολική Μεσόγειο, αποτελούσε είδος σάλτσας ή αρτύματος που συνόδευε πολλά εδέσματα. Σύμφωνα με τα Γεωπονικά, παρασκευαζόταν από μικρά ψάρια και εντόσθια μεγάλων ψαριών, τα οποία τοποθετούνταν σε σκεύος, όπου με την προσθήκη ικανής ποσότητας αλατιού, παρέμεναν στον ήλιο, για να επέλθει η διαδικασία της ζύμωσης. Ο γάρος στην τελική του μορφή ήταν παστός και όταν τον χρησιμοποιούσαν τον αραίωναν με νερό, ξίδι, κρασί ή λάδι. Τα αυτοθερμαινόμενα σκεύη θα προορίζονταν και για άλλα είδη τροφής, όπως κρέας, ψάρια κ.ά.
Η χρήση πιρουνιού (περόνιον) στο βυζαντινό τραπέζι, ιδίως του τύπου που φέρει δύο επιμήκη δόντια (δίχηλο), έχει συνδεθεί με τα αυτοθερμαινόμενα σκεύη. Οι ομοτράπεζοι θα κάρφωναν κομμάτι κρέατος ή ψωμιού με το πιρούνι και θα το βουτούσαν στη ζεστή σάλτσα στο πάνω τμήμα του σκεύους.
Οι βυζαντινοί κεραμοποιοί έδιναν μεγάλη έμφαση στις διακοσμήσεις της εφυαλωμένης κεραμικής, που ήταν κυρίως εγχάρακτες ή ζωγραφιστές. Τα θέματα ήταν γραμμικά/γεωμετρικά ή εμπνευσμένα από τη φύση. Σε σπάνιες περιπτώσεις απεικονίζονταν ανθρώπινες μορφές. Κυρίως πρόκειται για πολεμιστές, που απεικονίζονται άλλοτε πεζοί, άλλοτε έφιπποι, άλλοτε να μάχονται με δράκοντα, προσφέροντάς μας μια γλαφυρή εικόνα για τα ιδεώδη της βυζαντινής κοινωνίας.
Ποιοι όμως μπορούσαν να αγοράσουν τα εφυαλωμένα αγγεία; Σίγουρα όχι οι φτωχοί. Η εφυαλωμένη κεραμική αποτελούσε ένα είδος πολυτελείας που απευθυνόταν σε εύπορες οικογένειες. Ειδικά τα αυτοθερμαινόμενα σκεύη θα χρησιμοποιούνταν από την ελίτ της πόλης. Σταδιακά από τα τέλη του 12ου και κυρίως από τον 13ο αιώνα, όταν η παραγωγή της εφυαλωμένης κεραμικής έγινε πιο μαζική με εφυαλωμένα χαμηλότερης ποιότητας, υποθέτουμε ότι θα απευθυνόταν σε ευρύτερες ομάδες της αργειακής κοινωνίας. Τα φτωχά νοικοκυριά θα χρησιμοποιούσαν κυρίως ξύλινα σκεύη.
Στη μαζικότερη παραγωγή βοήθησε και η πρακτική του ψησίματος με τη χρήση τριποδίσκων που άρχισαν να εφαρμόζουν τα κεραμοποιεία από τον 13ο αιώνα. Οι τριποδίσκοι τοποθετούνταν μεταξύ των εφυαλωμένων αγγείων όταν στοιβάζονταν στον κλίβανο, προκειμένου τα αγγεία να μην κολλάνε μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του ψησίματος. Η ευρεσιτεχνία αυτή επινοήθηκε στην Κίνα στον 3ο αιώνα μ.Χ. Η διάδοσή της στα εργαστήρια του ελλαδικού χώρου, ίσως μέσω του ισλαμικού κόσμου, βοήθησε στη μαζικότερη παραγωγή αγγείων, καθώς οι κεραμοποιοί μπορούσαν να στοιβάζουν πλέον τα αγγεία σε στήλες και να εξοικονομούν χώρο μέσα στον κλίβανο.
Αναπαράσταση στοιβάγματος εφυαλωμένων αγγείων στον κλίβανο με τη βοήθεια τριποδίσκων (Καλοπίση-Βέρτη 2003, 116, εικ. 62, Κατασκευή: Νίκος Λιάρος)
Στο Άργος οι τριποδίσκοι αποτελούν συχνό ανασκαφικό εύρημα, επιβεβαιώνοντας τη δράση τοπικών κεραμοποιείων.
Οι εξελίξεις στην παραγωγή της εφυαλωμένης κεραμικής μας δείχνουν την τάση που είναι γνωστή και στην εποχή μας, οι ασθενέστερες οικονομικά ομάδες να αποκτούν σκεύη παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούσαν οι πλουσιότεροι, σε χαμηλότερη ωστόσο ποιότητα σε κατασκευή και διακοσμήσεις και συνεπώς πιο οικονομικά. Άλλωστε και τα ίδια τα εφυαλωμένα αποτελούσαν μια φθηνότερη εκδοχή των ακριβότερων μεταλλικών σκευών.
Χαρακτηριστικό δείγμα εφυαλωμένης κούπας αργειακών εργαστηρίων στον 13ο αι.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων (κατάλογος έκθεσης), επιστ. επιμ. Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Αθήνα 1999
Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας. Κατάλογος μόνιμης έκθεσης, επιστ. επιμ. Δημήτρης Αθανασούλης και Αναστασία Βασιλείου, Αθήνα 2016
Γιαγκάκη Αναστασία Γ., Εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία (11ος–17ος αι.), Ερευνητική Βιβλιοθήκη 7, Αθήνα 2012
Διδακτική Συλλογή Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Κεραμικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, επιστ. επιμ. Σοφία Καλοπίση-Βέρτη, Αθήνα 2003
Οικονόμου-Laniado Αναστασία, «Βυζαντινή κεραμική από το Άργος (12ος–13ος αιώνας)», Α΄ Αρχαιολογική Σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, Πάτρα, 9–12 Ιουνίου 1996, Αθήνα 2006, 345-348
Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δήμητρα, «Η τεχνική της χάραξης στα βυζαντινά επιτραπέζια κεραμικά», Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού 7 (2000) 78–80
Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δήμητρα, «Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη. Σχήμα – μορφή, χρήση και διακόσμηση», Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι, Πρακτικά ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Θεσσαλονίκη, 4 Νοεμβρίου 2001, Αθήνα 2005, 117-132
Vassiliou Anastasia, «Middle Byzantine Chafing Dishes from Argolis», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 37 (2016) 251–276
Vassiliou Anastasia, «Aspects of Medieval Secular Imagery: Representations of Warriors in Byzantine Glazed Pottery from Argos and Nauplio (12th–13th centuries)», Ἐν Σοφίᾳ μαθητεύσαντες: Essays in Byzantine Material Culture and Society in Honour of Sophia Kalopissi-Verti, επιστ. επιμ. Charikleia Diamanti and Anastasia Vassiliou, Oxford 2019, 227-245
Vroom Joanita, Byzantine to Modern Pottery in the Aegean, 7th to 20th Century: An Introduction and Field Guide, Utrecht 2005
Ώρες Βυζαντίου. Έργα και ημέρες στο Βυζάντιο, Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο (κατάλογος έκθεσης), επιστ. επιμ. Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Αθήνα 2002
δρ Αναστασία Βασιλείου